ρουφηχτός

ρουφηχτός
η , ο глотаемый;

§ αυγά ρουφηχτά — сырые яйца


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ρουφηχτός" в других словарях:

  • ρουφηχτός — ή, ό, Ν [ρουφώ] 1. αυτός που τρώγεται ή πίνεται με ρούφηγμα («ρουφηχτά αβγά») 2. φρ. «ρουφηχτό φιλί» παρατεταμένο φιλί με παράλληλη κίνηση ρόφησης …   Dictionary of Greek

  • ρουφηχτός — ή, ό αυτός που μπορεί να ρουφηχτεί: Οάρρωστος έφαγε δύο αβγά ρουφηχτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουφήχτρα — η, Ν 1. περιστροφική κίνηση νερού κατά τη ροή του ή πίσω από κινούμενο πλοίο, η δίνη, αλλ. ρούφουλας 2. μτφ. γυναίκα που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ / ρουφηχτός + επίθημα τρα (πρβλ. τσούχ τρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»